- σώσιμο
- το, -ατος1. διάσωση: Είναι αδύνατο το σώσιμο των ναυαγών.2. τελείωμα: Το σώσιμο των τροφίμων τον ανησύχησε πολύ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σώσιμο — το, Ν 1. διάσωση, σωτηρία 2. κατανάλωση, τέλειωμα, εξάντληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σωσ τού αορ. έ σωσ α τού σώζω + κατάλ. ιμο (πρβλ. βράσ ιμο)] … Dictionary of Greek
εξάντληση — η 1. η τέλεια άντληση, το πλήρες άδειασμα, η κατανάλωση, το σώσιμο: Εξάντληση πυρομαχικών. 2. ατονία, κάμψη αντοχής, σωματική κατάπτωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σω(σ)μός — ο σώσιμο, διάσωση, γλιτωμός: Ήταν θαύμα ο σωσμός του από το βομβαρδισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σωτηρία — η 1. η απαλλαγή από κάποιο κακό, λύτρωση, γλιτωμός, σώσιμο. 2. φρ., «η σωτηρία της ψυχής», η λύτρωση από την αμαρτία· «σανίδα σωτηρίας», βοήθεια που σώζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)